πυργώνω

πυργώνω
πυργῶ, -όω, ΝΜΑ [πύργος]
1. περιβάλλω ή περιφράσσω έναν τόπο με πύργους («λιπὼν ἐπύργωσ' ἄστυ Θηβαίων τόδε», Ευρ.)
2. μτφ. καθιστώ κάτι ψηλό σαν πύργο με τη συσσώρευση πολλών αντικειμένων
νεοελλ.
παθ. πυργώνομαι
σηκώνομαι ψηλά, ανυψώνομαι («κι ευθύς επυργωθήκανε τα κύματ' ώς τ' αστέρια», Βιζυην.)
μσν.-αρχ.
μτφ. προφυλάσσω, υπερασπίζω
αρχ.
1. (αμτβ.) απαγγέλλω με έμφαση, ρητορεύω («μάταιον τὸ πυργοῡν λέγοντα», Φιλόδ.)
2. μτφ. α) εξυψώνω, εξαίρω (α. «πρῶτος... πυργώσας ῥήματα σεμνά», Αριστοφ.
β. «οἷα δὴ φιλοῡσιν ἰατροὶ λέγειν τὰ φαῡλα μείζω... πυργοῡντες αὑτούς», Μέν.)
β) κοσμώ («πυργοῡν καθαροῑς λούμασι», Ελλ. Επιγράμμ.)
3. (μέσ. και παθ.) πυργοῡμαι, -όομαι
α) ενισχύω, οχυρώνω έναν τόπο με πύργους, χτίζω πύργους
β) μτφ. επαίρομαι, κορδώνομαι («πεπύργωσαι θράσει», Ευρ.)
4. (η μτχ. αρσ. παθ. αορ.) πυργωθείς
(για πολεμικό ελέφαντα) φέροντας πύργο στα νώτα
5. φρ. «πυργῶ χάριν» και «πυργῶ τέχνην» — μεγαλοποιώ, εξογκώνω τη χάρη ή την τέχνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυργώνω — πύργωσα, πυργώθηκα, πυργωμένος 1. περιβάλλω με πύργο. 2. υψώνω, ανυψώνω, κάνω κάτι πολύ ψηλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπυργώνω — 1. ανυψώνω κάτι στερεά σαν πύργο 2. (συνήθως με μτφ. σημασία) εξυψώνω, ανορθώνω, αναπτερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πυργώνω. Η λ. αναπυργώ ( όω) μαρτυρείται από το 1879 στον καθηγητή της Ιστορίας της Φιλοσοφίας Περικλή Γρηγοριάδη] …   Dictionary of Greek

  • πυργώ — όω, ΜΑ βλ. πυργώνω …   Dictionary of Greek

  • πύργωση — η / πύργωσις, ώσεως, ΝΑ [πυργῶ] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυργώνω, ανύψωση με τη συσσώρευση αντικειμένων αρχ. η ανέγερση πύργου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”